- ασπίτωτος
- η , ο1) бездомный; 2) не находящийся на содержании (о женщине)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ασπίτωτος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει σπίτι δικό του, ο άστεγος: Είμαι ακόμη ασπίτωτος. 2. (για γυναίκες με ελευθέρια ήθη), αυτή που ο εραστής της δεν την εγκατάστησε ακόμη στο δικό του σπίτι: Την έχει ακόμη ασπίτωτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ασπίτωτος — η, ο [σπιτώνω] 1. ο άσπιτος, ο άστεγος 2. (για γυναίκα ελευθερίων ηθών) που δεν έχει σπιτωθεί, που δεν την έχει εγκαταστήσει κάπου ο «προστάτης» της … Dictionary of Greek